ανθέρικον

ανθέρικον
(anthericum). Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Φύονται σε όλη την υδρόγειο εκτός από την Αυστραλία. Είναι ωραία στην εμφάνιση φυτά, γι’ αυτό και καλλιεργούνται ως διακοσμητικά. Το κυριότερο καλλιεργούμενο είδος είναι το α. το υετοένσιο, ιθαγενές της Ιαπωνίας με κόκκινα άνθη. Από τα 50 είδη του γένους, τα δύο απαντώνται και στην Ελλάδα: το α. το λειριοειδές,που έχει βλαστό χωρίς πολλές διακλαδώσεις, και το α. τοπολύκλαδο,ο βλαστός του οποίου διακλαδίζεται από τη μέση και πάνω·το φυτό αυτό φύεται σε ασβεστούχα, πετρώδη εδάφη της Μακεδονίας. Και τα δύο ελληνικά είδη έχουν λευκά άνθη και κονδυλώδεις ρίζες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνθέρικον — ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”